θυλακοειδής

θυλακοειδής
-ές (Α θυλακοειδής, -ές)
όμοιος με θύλακο, με σακούλι
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές
πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -ειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυλακοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με θύλακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυλακοειδές — θυλακοειδής like a bag masc/fem voc sg θυλακοειδής like a bag neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • θυλακόεις — θυλακόεις, εσσα, εν (Α) [θύλακος] θυλακοειδής, αυτός που έχει μορφή θυλάκου …   Dictionary of Greek

  • θυλακώδης — θυλακώδης, ες (Α) [θύλακος] θυλακοειδής …   Dictionary of Greek

  • σακοειδής — ές, Ν όμοιος με σάκο, αυτός που έχει σχήμα σάκου, θυλακοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Σ. Δ. Βάλβη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”